- τσαπαρί
- τοείδος πετονιάς με πολλά αγκίστρια για το ψάρεμα ψαριών επιφανείας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσαπαρί — το, Ν (αλιευτ.) αλιευτικό εργαλείο που αποτελείται από μακριά πετονιά η οποία φέρει πολλές διακλαδώσεις με αγκίστρια, τα οποία αντί για δόλωμα φέρουν κομμάτια από φτερά, εργαλείο κατάλληλο για την αλιεία τών μεταναστευτικών ψαριών και τών… … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek